αδιάντο

αδιάντο
(adiantum).Ονομασία γένους πτεριδοφύτων της οικογένειας των πολυποδιδών, που περιλαμβάνει πάνω από 100 είδη, καλλωπιστικά και φαρμακευτικά, ιθαγενή των θερμών και εύκρατων χωρών και κυρίως των υγρών περιφερειών. Τα φύλλα τους έχουν συνήθως μίσχο γυαλιστερό, μαύρου ή ορφνομαύρου χρώματος, με λεπτό έλασμα. Απ’ όλα τα είδη του γένους, μόνο ένα ανήκει στην ελληνική χλωρίδα, το α. τοκαλλίτριχο,γνωστό και ως κόμη της Αφροδίτης.Είναι πολυετής, κομψή, λεπτοφυής πόα, ύψους 10 έως 40 εκ. με ρίζωμα που έρπει. Έχει φύλλα λεπτά με λεπτό, λείο μίσχο, με διακλαδώσεις τριγωνικές ή ημικυκλικές. Το είδος αυτό είναι υγρόφιλο και σκιόφιλο και φυτρώνει στις πηγές και στα τοιχώματα των πηγαδιών των ασβεστούχων κατά προτίμηση εδαφών. Είναι κοινό φυτό σε όλες τις παραμεσόγειες χώρες και σχεδόν σε ολόκληρη την υδρόγειο. Καλλιεργείται σε γλάστρες ως καλλωπιστικό για το λεπτό και ωραίο φύλλωμά του και έχει φαρμακευτικές ιδιότητες, γι’ αυτό και χρησιμοποιείται στην παρασκευή σιροπιού για όσους υποφέρουν από βρογχικά. Το αδίαντο ή πολυτρίχι ευδοκιμεί σε υγρά, ασβεστούχα, πετρώδη εδάφη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδίαντο — το (φυτολ.), το φυτό πολυτρίχι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυτρίχι — Πόα της οικογένειας των πολυποδιιδών. Bλ. λ. αδίαντο. * * * το, Ν [πολύτριχο] βοτ. 1. κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους πολύτριχο 2. κοινή ονομασία τής φτέρης Αsplenium trichοmanes τού γένους ασπλένιο 3. κοινή ονομασία τής φτέρης Αdiantum… …   Dictionary of Greek

  • αδίαντος — ἀδίαντος, ον (Α) [διαίνω] 1. αυτός που δεν υγράνθηκε, που δεν βράχηκε ή δεν ίδρωσε 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο ἀδίαντος και το ἀδίαντον το είδος Adiantum capillus veneris τού γένους Αδίαντο* …   Dictionary of Greek

  • κόριον — (I) κόριον, δωρ. τ. κώριον, τὸ (Α) μικρό κορίτσι, κοριτσάκι («ὦ πονηρὰ κώρι ἀθλίου πατρός», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. ιον]. (II) κόριον και κόρι, τὸ (Α) 1. το φυτό κορίαννο ή κορίανδρο («οὐλόμενόν γε ποτὸν κορίοιο», Νίκ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μουνοτρίχι — το κοινή ονομασία τού φυτού αδίαντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουνί + τρίχα] …   Dictionary of Greek

  • πηγαδόχορτο — το, Ν το φυτό αδίαντο το κοινό, αλλ. πολυτρίχι …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • κόμη της Αφροδίτης — (Adantium capillus veneris). Επιστημονική ονομασία του φυτού αδιάντοπολυτρίχι. Βλ. λ. αδιάντο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”